Page 92 - Θρακιώτικα Παραμύθια
P. 92

του μισάλ’ κι να ρίχνου τα ψουμιά απ’ ντη πνακουτί στου φκιάρ’ κι να τα

                   φουρνίζου ένα ένα.

                         Κείν’ ντη ώρα που φούρνιζα, έρντι ένας αρκουδιάρ’ς μη ντ’ αρκουδά-

                   κλατ’.Μόλις ίδι αυτή του μικρούτσ’κου κι χουρίς να ντη πάρουμι χαμπάρ’,
                   γιακναντίζ’, γκερεντίζ’, τσι χειρούκλιτ’ς κι απάζ’ του πιδούδιμ’ μεσ’ντι’ α-

                   γκαλιάτ’ς.





























                         Του μικρούτσ’κου αρχίνιψι να κλαίει. Ιγώ γυρνώ του κιφάλιμ’, κ’τάζω

                   ντ’αρκουδάκλα μι του πιδίμ’σντ αγκαλιάτ’ς κι αρχινώ να τσιριμαχώ, να

                   κάν΄θα λουλιά. Η αρκουδιάρ’ς σιασίρντ’σι.

                         «Ησύχασε κυρά μ’ δε θα το επιράξει το μικρό.  Γέννησε και το

                   αρκουδάκι ψώφισε,  για αυτό πήρε το μικρό μόλις το είδε.  Μη φοβά-
                   σαι θα το αφήσει»,


                          ίλίγι ο αρκουδιαρ’ς κι προσπαθούσι να παρ’ του μικρούτ’κου. Μόλις
                   του πήρι απ’ντ’αρκούδα μι του’δουσι κι γύριψι να ντου σχουρέσου που μι

                   λαχτάρ’σι τόσου πουλύ. Ιγώ μόν’που δε κατρήθ’κα απ ντου φόβουμ’. Τα

                   πουδάριαμ’ έτριμαν κ’είχα γιν’ κίτριν’θα φλουρί. Μ’ ούλουν τούτον ντου








                                                                                                                 Σελ.  91
   87   88   89   90   91   92   93   94   95   96   97