Page 95 - Θρακιώτικα Παραμύθια
P. 95
φλίκια του πάνω μαχαλά. Πολλές ήταν οι φορές που καθόταν στο περ-
βάζι και προσπαθούσε να δώσει με το νου της σχήματα στα σύννεφα του
ουρανού. Ήξερε ότι οι γονείς της δεν ήταν οι πραγματικοί της, όμως την
αγαπούσαν και την μεγάλωναν καλύτερα ίσως και από δικό τους παιδί.
Ποτέ δεν έμαθε ποιοι ήταν οι πραγματικοί γονείς της και δίσταζε να ρω-
τήσει γιατί φοβόταν την απάντηση. Το βλέμμα της Πιπίνας ήταν πάντα
μελαγχολικό. Το μόνο που έλαμπε ήταν τα ξανθά μαλλιά της σε αντίθεση
με το μελαψό δέρμα της.
Κυριακή σήμερα και σε λίγο θα συναντιόταν με τους φίλους της Ο-
μάρ και Αϊμέ για να παίξουν στην αυλή του σπιτιού τους. Μα δεν ήταν
αυτό που της έδινε τόση χαρά. Θα περνούσε πάλι μπροστά από το μικρό
καπνοπωλείο για να ακούσει γλυκές ιστορίες από τη ηλικιωμένη ιδιοκτή-
τρια του την κα Δέσποινα.
Πως ήρθε πρόσφυγας στη Θράκη, στο κατώφλι της Κωνσταντινού-
πολης, κουβαλώντας τα λιγοστά υπάρχοντά της και με το φόβο του τσα-
νταρμά δηλαδή του χωροφύλακα, πως είχε χάσει για μεγάλο χρονικό διά-
στημα τη μνήμη της, πως ταλαιπωρήθηκε να επιβιώσει κάτω από πολύ
δύσκολες συνθήκες και άλλα πολλά.
«Καλημέρα κα Δέσποινα»,
«Καλημέρα μικρή μου! Κόπιασε να σε τρατάρω. Έφτιαξα καντα-
ΐφι, που σ’ αρέσει. ».
Από το μικρό ραδιοφωνάκι ακουγόταν ρυθμική θρακιώτικη μουσική.
Η Πιπίνα δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα της από τα μελιά μάτια
της κας Δέσποινας. Οι βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπό της φανέρωναν τα
δύσκολα χρόνια που πέρασε ενώ μια γλυκιά μελαγχολία ήταν ζωγραφι-
σμένη παντού στο πρόσωπό της. Υπήρχαν στιγμές που νόμιζε ότι το
μυαλό της ταξίδευε κάπου αλλού, δεν έλειπε ωστόσο το χαμόγελο από τα
χείλη της.
Σελ. 94