Page 96 - Θρακιώτικα Παραμύθια
P. 96
«Αχ, γιαβρί μου, έτσι τη φώναζε, εχθές κουράστηκα πολύ και
πονάνε τα χέρια μου».
Η Πιπίνα τότε αυθόρμητα πήρε τα χέρια της κας Δέσποινας και άρ-
χιζε να τα χαϊδεύει για να τα γιατρέψει. Ήταν σκληρά και ταλαιπωρη-
μένα.
«Είδες πως έγιναν τα χέρια μου γιαβρί μου; Από τότε που ήρθα
από την Πόλη δουλεύω στα καπνά. Αρχικά, με πήρε στο κτήμα του
ο Χουσεΐν Μπέη και έμενα μαζί με άλλα εννέα άτομα σε μια απο-
θήκη. Να’ ναι καλά ο άνθρωπος. Μου έμαθε τη δουλειά και αργό-
τερα μπόρεσα να νοικιάσω δική μου γη. Επειδή είχε μείνει πολύ ευ-
χαριστημένος μάλιστα από τη δουλειά μου, μου χάρισε και ένα βόδι.
Αρχικά έσπειρα σιτάρι για να έχω τουλάχιστον σταρένιο ψωμί να
τρώω, πονούσε το στομάχι μου από τα αγριόχορτα που συνήθιζα να
τρώω, και μετά έσπειρα καπνά και τα πουλούσα. Από τη νύχτα ξε-
κινούσα να πάω να τα σπείρω για να μη με πιάσει ο ήλιος και όταν
ερχόταν τον Άγουστο η ώρα να τα σπάσω πάλι από τη νύχτα ξεκι-
νούσα. Φυλλαράκι φυλλαράκι τα περνούσα από την κλωστή και τα
κρεμούσα να λιάζονται για πολύ καιρό μέχρι να ξεραθούν. Με πολλή
δουλειά μέρα και νύχτα έκανα αυτό το μαγαζάκι. Δόξα το Θεό!
Ήρθα εδώ στη Ξάνθη και έγινα κομμάτι της, γνήσια Θρακιώτισα! Οι
άνθρωποι είναι όλοι φιλήσυχοι, φιλόξενοι και αξιοπρεπείς. Η σκέψη
μου και η καρδιά μου όμως θα είναι πάντα στραμμένη στις ρίζες μου.
Ζω το χθες, το σήμερα και κάνω όνειρα. Αυτά με κρατάνε ζω-
ντανή».
«Κα Δέσποινα, τι είναι αυτό το λουρί κρεμασμένο στο καρφί;»
, «Α! Αυτό είναι το λουρί της Μαριγώς, της αγαπημένης μου α-
γελάδας. Βλέπεις εκεί στη Πόλη είχαμε μια φάρμα με αγελάδες. Μια
Σελ. 95