Page 44 - Θρακιώτικα Παραμύθια
P. 44

τοια και άλλα απαίσια, τρομαχτικά όνειρα τον γέμιζαν αγωνία και τον έ-

                   καναν να ξυπνάει αρκετές φορές καταμεσής της νύχτας. Ώσπου την ε-
                   πόμενη μέρα, καθώς δούλευε στο χωράφι του, είδε την σκυφτή και τα-

                   λαιπωρημένη σιλουέτα της προξενήτρας. Αμέσως παράτησε τα εργαλεία

                   του και έτρεξε σαν σίφουνας προς το μέρος της. Παρατήρησε το απο-
                   γοητευτικό βλέμμα της και η ανησυχία του κορυφώθηκε. Εκείνη άνοιξε

                   το στόμα της και αργά αργά είπε:

                         «Λυπάμαι, Κυριάκο μου,  αλλά ο πατέρας της Ολυμπιάδας είναι

                   αμετάπειστος».

                         Ύστερα του είπε τι είχε συμβεί στη πόλη. Όπως είχαν προβλέψει, ο

                   άρχοντας την είχε δεχτεί με χαρά στην αρχή. Όταν όμως τη ρώτησε

                   ποιος ήταν αυτός που την είχε στείλει, εκείνη διστακτικά του είπε τα
                   πάντα για τον Κυριάκο, για την εργατικότητα, την τιμιότητα και τη λεβε-

                   ντιά του, χωρίς να κρύψει όμως την καταγωγή του και για το πως έβγαζε

                   το ψωμί του από ένα μόνο χωραφάκι.

                         «Στην αρχή με κοίταζε αμίλητος, με ένα αλλόκοτο βλέμμα,  μετά

                   όμως μου έριξε μια ματιά που έσταζε δηλητήριο.  Φώναζε πως τόλ-
                   μησε κάποιος από ταπεινή γενιά να στέλνει προξενήτρα στο αρχο-

                   ντικό του και να τον απασχολεί χωρίς λόγο.  Έπειτα διέταξε να με

                   πετάξουν έξω…».

                         Ο Κυριάκος ένιωσε ξαφνικά έναν αβάσταχτο πόνο. Το σχέδιο του

                   είχε αποτύχει. Αμέσως μετά αισθάνθηκε μεγάλες ενοχές για την καη-
                   μένη την προξενήτρα, που για αυτόν είχε κουραστεί και είχε υποστεί την

                   οργή του άρχοντα. Η προξενήτρα έσκυψε το κεφάλι της και είπε αυτά τα

                   τελευταία λόγια προτού πάει στο σπίτι της για να ξεκουραστεί:

                          «Ο άρχοντας είπε και κάτι ακόμα.  Είπε πως,  αν πράγματι α-

                   γαπάς τη θυγατέρα του,  και είσαι άξιος να την παντρευτείς, θα σου
                   δώσει μια ευκαιρία».




                                                                                                                 Σελ.  43
   39   40   41   42   43   44   45   46   47   48   49