Page 42 - Θρακιώτικα Παραμύθια
P. 42
Ο σοφός που γνώριζε πολλά, του είπε επίσης ότι την κοπέλα δεν
την έβλεπαν συχνά στα μέρη τους. Και αυτό γιατί ο αυστηρός πατέρας
δεν ήθελε να την αντικρίσουν οι ταπεινοί χωρικοί και να τους τυφλώσει
η ομορφιά της. Ήθελε ένα γαμπρό με περιουσία, σπουδαγμένο και διά-
σημο. Ο καημένος ο Κυριάκος αναστέναξε, αφού ούτε μορφωμένος ήταν
ούτε διάσημος. Καλλιεργούσε ένα μικρό χωράφι που ίσα ίσα έφτανε για
να τον θρέψει. Όμως δεν έχασε την ελπίδα του και απέδειξε για ακόμη
μια φορά την υπομονή και την επιμονή του. Γύρισε λοιπόν στο σπίτι του
και άρχισε να καταστρώνει τολμηρά και παράξενα σχέδια, μέχρι που
ήρθε το απόβραδο και ένιωσε μια νύστα να τον τυλίγει, μια πολύ μεγάλη
επιθυμία να πέσει στο κρεβάτι του και να τον ταξιδέψει ο ύπνος μαγικά.
Αλλά συνέχισε να σκέφτεται.
Ξαφνικά ! Μια ιδέα άστραψε στο μυαλό του, μια νότα μέσα στη συμ-
φωνία της νύστας, της αποφασιστικότητας και της σκέψης. Σίγουρα ο
πατέρας της Ολυμπιάδας θα τον έδιωχνε αμέσως μόλις έβλεπε ότι ήταν
ένας ταπεινός γεωργός. Φοβόταν μάλιστα ότι θα αδιαφορούσε τελείως
για το χαρακτήρα του, για την εργατικότητα και την τιμιότητα του. Ίσως
οι υπηρέτες να μην του επέτρεπαν καν τη είσοδο, ξέροντας τον αφέντη
τους και τις επιθυμίες του, αφού η εμφάνιση του θα μαρτυρούσε τη φτω-
χική καταγωγή του.
Αν όμως ο Κυριάκος έστελνε την προξενήτρα; Τη γνώριζε καλά από
το πατέρα και την μητέρα του, γιατί αυτή τους είχε ζευγαρώσει. Ο άρχο-
ντας θα νόμιζε ότι τη στέλνει κανένας φημισμένος, μορφωμένος και
πλούσιος, και θα την άφηνε τουλάχιστον να τον συναντήσει.
Έτσι, το επόμενο πρωινό, προτού αρχίσει την κουραστική του δου-
λειά, πέρασε από το σπίτι της προξενήτρας για να ζητήσει τη μεγάλη
αυτή χάρη. Όταν η προξενήτρα του άνοιξε τη πόρτα, αναφώνησε:
«καλώς τον Κυριάκο! Τι θέλεις, παιδί μου;».
Σελ. 41