Page 49 - Θρακιώτικα Παραμύθια
P. 49

Ο Κυριάκος τον ευχαρίστησε θερμά και ξάπλωσε. Αμέσως ένιωσε χαλα-

                   ρός και σε ελάχιστη ώρα είχε αποκοιμηθεί.

                         Την επόμενη μέρα ξύπνησε αναζωογονημένος. Ήταν έτοιμος για το

                   πανηγύρι. Καλημέρισε το ταβερνιάρη και βγήκε έξω. Ο καιρός ήταν υπέ-
                   ροχος και ένα απαλό ανοιξιάτικο αεράκι φυσούσε. Καθώς προχωρούσε,

                   παρατηρούσε τους ανθρώπους, τα σπίτια, τις αγορές και τα άλλα κτί-

                   σματα. Όλα συνέθεταν ένα έργο τέχνης, το κάθε τι ήταν μια πινελιά κα-
                   θοριστική για το σύνολο. Οι δρόμοι ήταν πλακόστρωτοι οι κάτοικοι ευγε-

                   νικοί και κοινωνικοί, το κάθε κτήριο ήταν ένα στολίδι.

                         Ο Κυριάκος δεν κατάλαβε πότε έφτασε στο πανηγύρι. Τρόμαξε όταν

                   είδε πόσοι πολύ παλαιστές είχαν ταξιδέψει μέχρι τη πόλη για να αγωνι-

                   στούν. Νέοι και μεγαλύτεροι στην ηλικία, ψηλοί και κοντοί, γνωστοί και
                   άγνωστοι, έμπειροι και αρχάριοι. Όλοι συζητούσαν μεταξύ τους και παι-

                   νεύονταν ή σχολίαζαν τους υπολοίπους. Κάποιοι είχαν σχηματίσει μεγά-

                   λες παρέες και μιλούσαν για τους τόπους τους.

                         Ο Κυριάκος μπήκε σε μια παρέα παλαιστών από τη Τσατάλτζα και

                   άρχισε να φλυαρεί μαζί τους μέχρι να αρχίσουν οι αγώνες. Επιτέλους έ-
                                                                                   νας ηλικιωμένος πα-

                                                                                   λαιστής μπήκε στο

                                                                                   χώρο και άρχισε να
                                                                                   προσπαθεί να διαλύ-

                                                                                   σει ένα πιθάρι. Μόλις
                                                                                   τα κατάφερε, ο ντελά-

                                                                                   λης είπε τα συνθημα-

                                                                                   τικά λόγια και κάλεσε
                                                                                   στον αγωνιστικό

                                                                                   χώρο δύο παλαιστές.








                                                                                                                 Σελ.  48
   44   45   46   47   48   49   50   51   52   53   54