Page 43 - Θρακιώτικα Παραμύθια
P. 43
Ο Κυριάκος ότι είχε συμβεί και μετά γονάτισε μπροστά της και της
ζήτησε παρακαλεστά τη μεγάλη χάρη. Η προξενήτρα η καρα-Μάρω, το
σκέφτηκε για πολύ ώρα, ζυγιάζοντας τη κατάσταση, και τελικά του απά-
ντησε με ένα μεγάλο χαμόγελο:
«το σχέδιο σου να μην πας ο ίδιος στον άρχοντα είναι έξυπνο
και φρόνιμο. Και επειδή γνωρίζω εσένα και την οικογένεια σου από
χρόνια, θα σου κάνω το χατίρι. Όμως εντάξει ο άρχοντας να με δε-
χτεί, αλλά έπειτα…. η κατάσταση σου και η καταγωγή σου θα τον ε-
ξοργίσουν, αφού ξέρεις κάθε άρχοντας θέλει γαμπρό πλούσιο και
σπουδαίο. Όσο και να παινέψω τα μεγάλα χαρίσματα σου, ψέματα
για σένα δεν μου κάνει η καρδιά να πω».
Η προξενήτρα τον κοίταξε με περίλυπο ύφος. Αυτός αναστέναξε,
αλλά μετά σοβάρεψε και της είπε με στόμφο:
«τα πάντα είναι στο χέρι σου τώρα, ακόμα και είναι πολύ πι-
θανό να αρνηθεί, θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα προσπαθήσεις
σκληρά. Η ελπίδα πεθαίνει πάντοτε τελευταία!».
Ακούγοντας τα λόγια του, εκείνη συγκινήθηκε και του υποσχέθηκε
να βάλει τα δυνατά της για να πείσει τον πατέρα της Ολυμπιάδας. Έτσι,
λίγη ώρα αργότερα, η προξενήτρα κίνησε για την πόλη και ο Κυριάκος για
το χωράφι του. Με την ελπίδα βαθιά μέσα του, ο Κυριάκος δούλευε α-
κόμα πιο πολύ, ακούραστος πάντα. Όμως ένιωθε ανήσυχος και συνέχεια
αναλογιζόταν την προσπάθεια της κυρα-Μάρως.
Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά αργά για αυτόν, ενώ η ελπίδα του
λες και είχε βουλιάξει σε μια απύθμενη τάφρο και είχε χαθεί για πάντα.
Το βράδυ είχε άσχημους εφιάλτες. Έβλεπε τον άρχοντα που γινόταν έ-
ξαλλος και ξεσπούσε πάνω στη προξενήτρα. Διέταζε ύστερα, λέει, να
τον φυλακίσουν μαζί της στα ανήλιαγα μπουντρούμια του αρχοντικού. Τέ-
Σελ. 42