Page 69 - Θρακιώτικα Παραμύθια
P. 69

Διάβαζα από τα μάτια της, το βλέμμα της και ένιωθα μαζί της, ά-

                   κουγα τις λέξεις να έρχονται μια μια και η φαντασία μου άρχιζε να ζω-
                   γραφίζει τις εικόνες του ονείρου μου. Ήταν λέει χτισμένη στα Δυτικά

                   παράλια της Προποντίδας, τώρα ονομάζεται Άσαρκοι. Είχε Δημοτικό

                   σχολείο και Γυμνάσιο και τρεις μεγάλες εκκλησίες, την Παναγία, τον ά-
                   γιο Ιωάννη και τον άγιο Νικόλαο, αλλά και άλλες μικρότερες. Οι δρόμοι

                   στρωμένοι με τσιμέντο αλλά οι περισσότεροι με πέτρες και τέσσερις πέ-

                   ντε από αυτούς οδηγούσαν στη θάλασσα, ένας στη πλατεία, ο λεγόμενος
                   όπως είπε, δρόμος της Καλλιπόλεως, και ένας ακόμη που οδηγούσε μέ-

                   χρι και τον ποταμό Έβρο!

                         Μιλούσε με τόσο καμάρι και νοσταλγία για εκείνο το μέρος των γο-

                   νιών της, έβλεπα με πόση αγάπη γέμιζαν τα μάτια της, γυάλιζαν τόσο

                   που ήταν σαν καθρέφτης, σαν να ονειρευόταν εκείνη τώρα με τη σειρά
                   της, αλλά ξύπνια! Η γιαγιά είναι πολύ της εκκλησίας και η αγάπη της για

                   το Θεό δεν νομίζω να χωράει πουθενά , έτσι οι αναφορές για την εκκλη-

                   σία ήταν πάντα αναλυτικές και με όλες τις σχετικές πληροφορίες, όπως
                   εκείνη που ανέφερε ότι η παλιά Περίσταση ήταν η έδρα του Μητροπο-

                   λίτη της περιοχής, που έδειχνε πόσο σημαντική ήταν σαν Δήμος.

                         Ακόμη ότι όλα τα αγαθά που καλλιεργούσαν οι Περιστασιακοί, σι-

                   τάρι, κριθάρι, σμιγός, καναρόσπορος, γλυκάνισο, πατάτες, κρασί, λευκό
                   και κίτρινο μετάξι, ήταν περιζήτητα σε όλες τις αγορές! Από όλες τις

                   περιγραφές μου δημιουργήθηκε μια εικόνα τελείως αντίθετη από εκείνο

                   το όνειρο μου, αν και πλέον είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα να ακούω
                   την όμορφη διαδρομή των αναμνήσεων της αγαπημένης μου γιαγιάς. Ε-

                   κείνη ήξερε ότι αρκούσε να με έχει δίπλα της για να κάνει ξανά αυτό το

                   ταξίδι, ήμουν ο ιδανικός συνεπιβάτης, διψασμένος για τέτοιες ιστορίες
                   ισάξιων των μεγάλων παραμυθιών αλλά με τη μεγάλη διαφορά ότι ήταν η

                   ίδια η ζωή αληθινή και ζωντανή ακόμη από γενιά σε γενιά και αιώνια χα-
                   ραγμένη στις μνήμες της ιστορίας μας. Όμορφα που τα εξιστορεί τόσο




                                                                                                                 Σελ.  68
   64   65   66   67   68   69   70   71   72   73   74