Page 51 - Θρακιώτικα Παραμύθια
P. 51

αυτό ο Κυριάκος την ακολούθησε στα ενδότερα. Θαύμασε τη χλιδή που

                   επικρατούσε παντού. Κρεμασμένοι στους τοίχους ήταν πανέμορφοι πίνα-
                   κες, ενώ υπήρχαν τόσοι πολλοί διάδρομοι, που αυτός ένιωθε ότι ήταν

                   παγιδευμένος σε ένα λαβύρινθο, ακόμα και αν ακολουθούσε την υπηρέ-

                   τρια. Που και που έβλεπε άλλους υπηρέτες, οι οποίοι υποκλίνονταν στο
                   πέρασμα του, όπως τους είχε διατάξει ο αφέντης τους. Επίσης υπήρχαν

                   τοποθετημένα εδώ και εκεί ακριβά έπιπλα, ενώ το πάτωμα ήταν στρω-

                   μένο με περίτεχνα χαλιά. Κάποια στιγμή, η υπηρέτρια ανακοίνωσε ότι εί-
                   χαν φτάσει. Άνοιξε μια μεγάλη, βαριά πόρτα και του έτεινε να περάσει

                   μέσα. Ο Κυριάκος οπλίστηκε με όλο του το θάρρος και μπήκε μέσα με α-

                   ποφασιστικότητα. Ο πατέρας της Ολυμπιάδας τον περίμενε καθισμένος
                   με το χαμόγελο στα χείλη. Ήταν η πρώτη φορά που ο Κυριάκος μπόρεσε

                   να τον παρατηρήσει προσεκτικά. Ήταν αρκετά μεγάλος στην ηλικία, με

                   ζαρωμένο πρόσωπο, μέσος στο ανάστημα.

                         Είχε ένα πονηρό βλέμμα και φαινόταν συνεχώς έτοιμος να γελάσει

                   τους πάντες.

                         «Σε τι οφείλω την τιμή της επίσκεψής σου,  παιδί μου;»

                         τον ρώτησε. Ο Κυριάκος πήρε ένα πολύ σοβαρό ύφος και απάντησε:


                          «θα ήθελα να σου πω μια ιστορία,  άρχοντα που είναι πολύ
                   γνωστή στα μέρη μας.  Άκου προσεκτικά.  Κάποτε ήτανε ένα αγόρι,  ο

                   Πασχάλης,  που έκανε κάτι ξεχωριστό.  Τον Πασχάλη, λοιπόν, τον

                   πλάκωσε μια βαριά αρρώστια.  Η μάνα του η καημένη παρακάλεσε την
                   Παναγία να τον γιατρέψει, και σε αντάλλαγμα αυτός θα δούλευε για

                   τρία ολόκληρα χρόνια στην εκκλησία.  Κι έτσι,  το παιδί έγινε καλά και

                   στρώθηκε στη δουλειά.  Όμως κάποια μέρα παρατήρησε ότι ο παπάς
                   άρπαζε τα χρήματα απ’ την εκκλησία.  Κι έτσι, αποφάσισε να τον

                   σταματήσει.  Αλλά ο παπάς το κατάλαβε και πήγε να τον πιάσει.  Αυ-
                   τός ξέφυγε και φώναξε το Δεσπότη.  Ο Δεσπότης έδωσε στο αγόρι





                                                                                                                 Σελ.  50
   46   47   48   49   50   51   52   53   54   55   56