Page 11 - Θρακιώτικα Παραμύθια
P. 11

την προίκα. Δεν έλειπε τίποτα παρά μόνο ο γαμπρός ερχόταν και προξε-

                   νητάδες μα αυτοί δεν βιαζόταν και έλεγαν ότι είναι μικρό το κορίτσι τους,
                   όταν δεν τους άρεσε ο γαμπρός και παρακαλούσαν το Θεό να τους στείλει

                   μια τύχη που θα ταίριαζε στη μοναχοκόρη τους.

                         Μια μέρα βγήκε πάλι ο πραματευτής στα χωριά για δουλειά. Εκεί που
                   περνούσε μέσα από ένα χωριό είδε μέσα από μια μισάνοιχτη πόρτα ένα

                   πράγμα σα καλάθι που κρεμόταν πλάι στη σκάλα. Κοντοστάθηκε λίγο και
                   το είδε καλά. Έμοιαζε σαν εκείνο το καλάθι που έπλεξε ένα καιρό και

                   έβαλε μέσα εκείνο το παιδί του ράφτη. «Ας μπω μέσα να μάθω τι καλάθι
                   είναι  αυτό  και  που  βρέθηκε» είπε με το νου του και μπήκε μέσα στην
                   αυλή και φώναξε: «ποιος  κάθεται  εδώ  μέσα;» Η νοικοκυρά του σπιτιού

                   που άκουσε τη φωνή βγήκε και του λέει «τι  θέλεις  καλέ  μου  άνθρωπε;
                   ξένος είσαι; έλα μέσα να ξεκουραστείς. »   «ήθελα να μείνω λίγο εδώ

                   στο χωριό σας.  Δε μου λες έχετε κανένα χάνι εδώ;»

                         Ο πραματευτής ήξερε ότι δεν είχε κανένα χάνι σε εκείνο το μέρος,
                   μα το είπε έτσι για κουβέντα με τη νοικοκυρά. «Ορίστε πέρασε μέσα, και

                   κάτσε καμιά βραδιά σα θέλεις, γιατί εδώ χάνι δεν έχουμε. » Ο πραμα-
                   τευτής έκανε πως στεναχωρήθηκε πως δεν είχε χάνι, αλλά μπήκε μέσα

                   στο σπίτι και κατά βάθος ήταν ευχαριστημένος. Δεν πρόφτασε καλά καλά
                   να κάτσει και βλέπει ένα παλικάρι να μπαίνει από τη πόρτα ως καμιά ει-

                   κοσαριά χρονών όμορφο και καλοφτιαγμένο. Άρχισε τη κουβέντα και από
                   λόγο σε λόγο ο πραματευτής ρώτησε και για το καλάθι.

                         «Α! Αυτό το καλάθι, του λέει η γυναίκα, έχει την ιστορία του. Που να

                   ξέρεις εσύ, αλλά θα στην πω…πάνε πολλά χρόνια από τότε, που μια μέρα
                   πήγα στο ποταμό για να πλύνω κάτι ρούχα και να τα απλώσω στον ήλιο να
                   στεγνώσουν. Ήταν φαίνεται γραφτό να πάω εκείνη τη μέρα στο ποτάμι

                   που είναι έξω από το χωριό μας. Δεν έφτασα ακόμη στο ρέμα και ακούω
                   κλάμα μικρού παιδιού να έρχεται από μακριά. Βγάζω τα πανιά που είχα να

                   πλένω από το καλάθι μου και ετοιμάζομαι να μπω στο νερό, μα οι φωνές
                   του παιδιού, γινόταν ακόμα πιο δυνατές.






                                                                                                                 Σελ.  10
   6   7   8   9   10   11   12   13   14   15   16