Page 12 - Θρακιώτικα Παραμύθια
P. 12

Δεν πάω να δω τι γίνεται, σκέφτηκα, και τραβώ για εκεί που άκουγα

                   τις φωνές του παιδιού. Πηγαίνω και τι βλέπω! Ένα καλάθι κακοφτιαγμένο
                   χωμένο μέσα στις πέτρες του ποταμού και σε κάτι τσαλιά που φέρνει το

                   ποτάμι από μακριά και σταματούν εκεί στις πέτρες και τα κλάματα να βγαί-
                   νουν κει μέσα από το καλάθι.

                         Ε μωρέ είπα, ποιος το έριξε το καημένο το μωρό εδώ; Ανασκουμπώ-

                   νομαι, μπαίνω μέσα στο νερό, τραβάω το καλάθι έξω από εκεί που ήτανε,
                   το φέρνω έξω στην άμμο και το ανοίγω. Ένα βυζανιάρικο μελανιασμένο

                   από το κρύο που τίναζε τα πόδια του και τα χέρια του. Η φωνίτσα του είχε
                   βραχνιάσει πια. Ποιος ξέρει πόσες ώρες ήταν μέσα στα νερά και από πόσο
                   μακριά το έφερε το ρέμα. Εμείς παιδιά δεν είχαμε.


                         Το  παίρνω,  το  τυλίγω  μέσα  στα  ρούχα  που  είχα  να  πλύνω  και  το
                   φέρνω στο σπίτι μας. Ο άντρας μου ήταν καλός και μιας που δεν είχαμε
                   εμείς παιδιά το κρατήσαμε και το μεγαλώσαμε. Κανένας μέχρι τώρα δεν

                   φάνηκε να ξέρει ποιανού είναι και ποιος το έριξε μέσα στο ποτάμι.

                         Το αγαπάμε σα δικό μας παιδί και αυτό μας αγαπάει σα να είμαστε
                   εμείς εκείνοι που το γέννησαν και τώρα θέλεις να μάθεις ποιο είναι αυτό

                   το παιδί του καλαθιού; να είναι αυτό που βλέπεις εδώ.

                         Ο πραγματευτής άμα άκουσε αυτά φαρμακώθηκε, γιατί κατάλαβε ότι

                   ήταν αυτό το παιδί που εκείνος έριξε για να χαθεί. Άρχισε να σκέφτεται
                   τι τρόπο να βρει να σκοτώσει το παλικάρι. Έμεινε το βράδυ εκεί, τον βά-

                   λανε και έφαγε και τον στρώσανε τα καλύτερα τους στρώματα για να κοι-
                   μηθεί.

                         Μα το βράδυ αυτός δεν έκλεισε μάτι από το κακό του και σκεφτόταν

                   τι θα έκανε για να το σκοτώσει και στο τέλος το βρήκε. Το πρωί άμα ση-
                   κώθηκε λέει στη γυναίκα «δε με λες κυρά μου που μπορώ να βρω έναν
                   άνθρωπο  να  στείλω  ένα  γράμμα  στη  γυναίκα  μου  γιατί  είναι  μεγάλη

                   ανάγκη;  εγώ  έχω  ακόμα  δουλειά  στο  χωριό  και  δεν  μπορώ  να  πάω.
                   Δίνω  και  πέντε  λίρες. »  «καλά  και  δεν  πηγαίνει  ο  γιος  μου;  δουλειά

                   δεν έχει παλικάρι γερό είναι, τα πόδια του βαστούν και μπορεί να πάει




                                                                                                                 Σελ.  11
   7   8   9   10   11   12   13   14   15   16   17