Page 6 - Θρακιώτικα Παραμύθια
P. 6
1. ΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια μάνα και είχε ένα γιο. Ήρθε ο χει-
μώνας και πιάσανε τα πολλά τα κρύα.
Μια μέρα λέει η μάνα στο γιο της που ήταν και λίγο τεμπέλης:
«βρε παιδί μου, πρέπει να πας στο δάσος να φέρεις ξύλα. Έπιασε
χειμώνας και κρυώνουμε. Πρέπει να βάλουμε ξύλα στο τζάκι να ζε-
σταθούμε».
Και ο γιος τότε αποκρίθηκε:
«καλά μάνα θα πάω! Αλλά να με βάλεις ζεστή στάχτη στο δισάκι
να βάλω μέσα τα ποδάρια μου να ζεσταθούν».
«καλά παιδί μου θα σου βάλω».
Μια και δυο πιάνει η μάνα, βάζει τη ζεστή στάχτη στο δισάκι, μετά
του ετοιμάζει και λίγο ψωμί και λίγο νερό τα βάζει μέσα στον τρουβά του,
βάζει και το σκοινί με το μπαλτά πίσω στο σαμάρι του γαϊδάρου.
Και ανεβαίνει ο τεμπέλης πάνω στο γάιδαρο για να πάει να φέρει
ξύλα. Προχώρησε αρκετά μέσα στο δάσος και αντίκρισε ένα μεγάλο πο-
τάμι.
Για μια στιγμή ένιωσε κάτι και είδε στον ουρανό να πετάνε 39 άσπρα
και 1 μαύρο περιστέρι. Βουτήξανε μέσα στο νερό για να λουστούν, και την
ώρα που βγαίνανε, ξεπετάχτηκαν 39 νεράιδες ολόξανθες, όμορφες και 1
παλικάρι όμορφο. Μετά όλοι μαζί πήραν το μονοπάτι, και προχωρήσανε
βαθιά μέσα στο δάσος.
Περίεργος ο τεμπέλης, ακολούθησε και αυτός με το γάιδαρο του, χω-
ρίς όμως να τον αντιληφθούν. Οι νεράιδες με το παλικάρι έφτασαν σε ένα
πολύ ωραίο πύργο και μπήκαν μέσα. Ο τεμπέλης μπήκε και εκείνος στον
πύργο, πάντα χωρίς να τον αντιληφθούν, αφού πρώτα άφησε τον γάιδαρο
του δεμένο σε ένα δέντρο. Κρύφτηκε κάτω από τη σκάλα και παρακολου-
θούσε τι γινόταν.
Σελ. 5