Page 10 - Θρακιώτικα Παραμύθια
P. 10

Ύστερα από δυο τρεις μέρες έφτασε στο χωριό, γύρεψε και βρήκε το

                   σπίτι του Δημήτρη του ράφτη και μπήκε μέσα δήθεν που ήθελε μέρος για
                   να μείνει το βράδυ. Άμα μπήκε μέσα είδε μια γυναίκα να βρίσκεται στο

                   στρώμα και κοντά της ένα μωρό. Βρήκε εκεί και τον άντρα της και από
                   λόγο σε λόγο έμαθε πως το παιδί ήταν αρσενικό και γεννήθηκε εκείνη τη

                   βραδιά που ήταν στο σπίτι της γριάς.

                         Σαν άκουσε αυτά και είδε πως ήταν αλήθεια αυτά που του είπε η γριά
                   έβαλε στο νου του να σκοτώσει το παιδί και να μη γίνει αυτό που γράψανε

                   οι μοίρες. Από τα λόγια του ράφτη και από το σπίτι που είδε ήταν ένα
                   φτωχόσπιτο κατάλαβε πως ήταν φτωχοί άνθρωποι και πως είχαν και άλλα
                   παιδιά.


                         Γυρίζει και λέει και στους δύο «σεις που έχετε κι άλλα παιδιά γιατί
                   δεν  μου  δίνετε  αυτό  το  μικρό  σε  μένα;  εγώ  δεν  έχω  παιδιά  και  είμαι
                   και  πλούσιος  και  θα  αγαπώ το παιδί σας σαν  δικό μου παιδί, κι εγώ

                   και η γυναίκα μου».  Οι καημένοι οι φτωχοί άλλο που δεν θέλανε. Τι
                   ήθελαν να τα κάνουν τόσα στόματα! Εφτά παιδιά είχαν ακόμα. Ποιο να

                   πρωτοκοιτάξουν.

                         Δώσανε στον πραματευτή το μικρό και αυτός πάλι τους έδωσε κά-
                   μποσες λίρες, γιατί είδε τα χάλια τους, πήρε το παιδί, καβάλησε το άλογο

                   του κι έφυγε. Πήγε, πήγε μακριά και άμα έφτασε μέσα στο βουνό κατέβηκε
                   από το άλογο και έκατσε πλάι σε ένα ποτάμι που είχε εκεί. Έκοψε ύστερα

                   βέργες από ένα δέντρο και έκανε ένα καλάθι, έβαλε το μωρό μέσα το έ-
                   κλεισε και από πάνω με ένα καπάκι που το έπλεξε και αυτό με τις βέργες

                   και το έριξε στο ποτάμι για να πνιγεί και έτσι να μη γίνουν σωστά τα λόγια
                   της γριάς. Ήσυχος εξακολούθησε το δρόμο του και πήγε στα χωριά που
                   ήθελε να πάει, αγόρασε τα πράγματα που ήθελε και γύρισε στη πολιτεία

                   που ζούσε.

                         Πέρασαν 18-19 χρόνια. Ο πραματευτής σε αυτό το χρονικό διάστημα
                   απέκτησε ένα κοριτσάκι. Ο πραματευτής έκανε την ίδια δουλειά και έγινε

                   πλούσιος. Το κοριτσάκι του, 16 ετών τώρα, ο πατέρας του, του ετοίμαζε






                                                                                                                 Σελ.  9
   5   6   7   8   9   10   11   12   13   14   15