Page 138 - Θρακιώτικα Παραμύθια
P. 138
Ο προπάππος μου ο Βασίλης, δηλαδή ο πατέρας του παππού μου
Δημήτρη, ήταν αντίθετος με αυτούς που είχαν την εξουσία. Έτσι ήρθα οι
αντάρτες από τα βουνά και τον πήραν μαζί με άλλους άντρες για να πο-
λεμούνε το 1947. μετά από λίγο καιρό όμως, έκλεισαν τα σύνορα μεταξύ
Ελλάδας και Βουλγαρίας.
Ο προπάππους μου βρισκόταν στη μεριά της Βουλγαρίας πάνω στα
βουνά και έτσι δεν μπορούσε να περάσει στην Ελλάδα. Και οι υπόλοιποι
Έλληνες δεν άφηναν τους αντάρτες ούτε να περάσουν στην Ελλάδα αλλά
ούτε και να επικοινωνήσουν με τους δικούς τους.
Ήταν αποκλεισμένος μαζί με άλλους στην Βουλγαρία, μακριά από
την οικογένειά του, από τα τέσσερα παιδιά του, από τη γυναίκα του. Μό-
νος εκεί εργαζόταν σκληρά σε καπνοχώραφα και καπνομάγαζα.
Ήθελε να τους γράψει ένα γράμμα, να τους στείλει χρήματα, αλλά
δεν μπορούσε. Του το απαγόρευαν. Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα η οικογέ-
νεια του παππού μου ζούσε μέσα στη φτώχεια και στη δυστυχία.
Ο παππούς μου ήταν τρεισήμισι χρονών όταν έφυγε ο πατέρας του.
Μικρό παιδάκι. Η μητέρα του δούλευε όπου έβρισκε για να μεγαλώσει τα
τέσσερα παιδιά της. Οι φίλοι και οι συγγενείς τους βοηθούσαν όσο μπο-
ρούσαν. Όπως και πάλι δεν έφταναν τα χρήματα για να ζήσουν.
Ο παππούς μου και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του αναγκάστηκαν
πολύ μικροί να δουλέψουν για να βοηθηθούν την οικογένεια. Πήγαιναν
στα χωράφια φρόντιζαν τα ζώα κα. Στο σχολείο δεν είχαν χρόνο να
πάνε, αλλά δεν είχαν και λεφτά να αγοράσουν χαρτί και μολύβι.
Έτσι οι δάσκαλοι του δώσανε του παππού μου το απολυτήριο δημο-
τικού επειδή τον λυπήθηκαν. Φτώχεια καταραμένη, είχαν τότε, όπως μου
είπε ο παππούς μου.
Σελ. 137